ΔΕΚΑ ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Κων/νος Αδριανουπολίτης
Εκπαιδευτικός-ερευνητής
Η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση είναι απαξιωμένη στη χώρα μας σε σχέση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου κατέχει εξέχουσα θέση στα εκπαιδευτικά συστήματα και η αναγκαιότητά της δεν αμφισβητείται από κανένα.
Υπάρχει μια πληθώρα ανακριβειών-μύθων για το χώρο αυτό της εκπαίδευσης που συντηρούνται στην ελληνική κοινωνία λόγω άγνοιας, λόγω ιδεοληψιών, λόγω συντεχνιακών συμφερόντων κλπ..
Μια προσεκτική και αντικειμενική, κατά το δυνατόν, προσέγγιση θα ρίξει φως και ίσως φανεί χρήσιμη στους ασχολούμενους με θέματα παιδείας και όχι μόνο.
Μύθος 1ος : Στην Ελλάδα από την απελευθέρωση της τουρκοκρατίας και μέχρι σήμερα, καμία κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε για την τεχνική εκπαίδευση και δεν έγινε καμία σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την αναβάθμισή της.
Από το 1830 έγιναν μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην τεχνική εκπαίδευση με πιο αξιόλογες εκείνες του 1929-1931, 1959, 1964-1965, 1977, 1985, 1998, χωρίς όμως να αναστρέψουν την αρνητική κατάσταση στο χώρο αυτό. Στους σπουδαιότερους λόγους της αποτυχίας τους συμπεριλαμβάνονται η ανακολουθία της εκπαιδευτικής πολιτικής, η έλλειψη απαραίτητης χρηματοδότησης για δημιουργία υποδομών, η απουσία εσωτερικής μεταρρύθμισης, σε κάθε περίπτωση, και η φανερή ή όχι αντίδραση των ανθρώπων του πνεύματος που δραστηριοποιούνται στο χώρο της εκπαίδευσης.
Διευκρινίζοντας το τελευταίο αναφέρουμε ότι πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αυτού, που ο Pierre Bourdieu ονόμασε «ρατσισμό της διανόησης», που δεν είναι παρά ο ιδεολογικός ρατσισμός της κυρίαρχης αστικής αντίληψης, όπως αναπαράγεται μέσα από τα αντιθετικά ιδεολογικά ζεύγη, ειδικός/μάζες, σπάνιος/ πολυάριθμοι, αποκλειστικός/κοινός κλπ. Λέμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια ειδική περίπτωση ιδεολογικού «ρατσισμού» γιατί το φαινόμενο εντοπίζεται στο εσωτερικό του στρατοπέδου της πνευματικής εργασίας, ενώ από την άλλη τα κοινωνικά του αποτελέσματα αφορούν, πέρα από το χώρο του πνεύματος, την ίδια τη δομή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.
Ο ιδεολογικός «ρατσισμός» σε βάρος των «μεσαίων τεχνικών επαγγελμάτων» είναι, σήμερα, προφανώς ιδιαίτερα «αντιορθολογικός» και «αντιαναπτυξιακός» για την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Όμως ή κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη δεν είναι, ένα εργαλείο που οι κυρίαρχες τάξεις και η πολιτική εξουσία μπορούν να το χειριστούν κατά βούληση. Αυτή η σχετική αυτονομία της κρατούσας αντίληψης, από τη στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων επιτρέπει, ανάμεσα στα άλλα, στους φορείς της πνευματικής εργασίας να διεκδικούν τη «φυλετική» τους καθαρότητα εξοβελίζοντας από τις γραμμές τους το «φτηνό εργατικό δυναμικό» που θυμίζει ειδικευμένη χειρωνακτική εργασία. Καθόσον μάλιστα δεν έχουμε να κάνουμε με μια ελιτίστικη ιδεολογική πρακτική, αλλά με ένα «ρατσισμό με λαϊκό έρεισμα», που επικρατεί ακόμα και στις λαϊκές τάξεις, η ιδεολογική υποτίμηση των «μεσαίων τεχνικών επαγγελμάτων» στην Ελλάδα, παίρνει ένα χαρακτήρα «εθνικής ιδιαιτερότητας».
Γιατί όμως δεν κατάφερε η πολιτική εξουσία, αφού όλα δείχνουν ότι κατά καιρούς είχε τη «βούληση», να επιβάλει τη στροφή στην TEE;
Μια απευθείας απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί, γιατί το ίδιο το ερώτημα τίθεται με λάθος τρόπο. Την «εκπαιδευτική έκρηξη», τη στροφή στην TEE, αλλά και οποιαδήποτε άλλη κοινωνική διαδικασία δεν την πραγματοποιεί ή κρατική εξουσία. Οι κοινωνικές εξελίξεις δεν εκπορεύονται από την κυβερνητική «βούληση». Προκύπτουν μέσα από την πάλη των τάξεων, σαν αποτέλεσμα των συνολικών πολιτικών και ταξικών συσχετισμών. Των συσχετισμών δηλαδή στα πλαίσια της συνολικής κοινωνίας κι όχι μόνο στο επίπεδο των κομματικών εκπροσωπήσεων, των κυβερνητικών οργάνων και της πολιτικής σκηνής. Η κρατική εξουσία συμπυκνώνει αυτούς τους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις εξουσίας. Όμως δεν τους δημιουργεί, δεν μπορεί επομένως κάθε φορά να τους διαχειρίζεται κατά «βούληση». Οι οικονομικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί μετασχηματισμοί, στο εσωτερικό των σχέσεων εξουσίας, ή λαϊκή δράση και παρέμβαση πού συνδέεται μαζί τους, υπερβαίνουν την κυβερνητική «βούληση» και τελικά την καθορίζουν, της υπαγορεύουν τους διάφορους «ρεαλιστικούς επαναπροσανατολισμούς».
Φαίνεται λοιπόν πώς οι κατά καιρούς συνολικοί πολιτικοί και ταξικοί συσχετισμοί λειτούργησαν απαγορευτικά για τη στροφή στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.
Μύθος 2ος: Η παιδεία, η εκπαίδευση είναι κοινωνικό αγαθό, είναι αυτοσκοπός και δεν πρέπει να συνδέεται με την αγορά εργασίας.
Απέναντι σ΄ αυτή την άποψη “η παιδεία για την παιδεία” υπάρχει και η άλλη άποψη που θέλει την παιδεία, την εκπαίδευση υποσύστημα της αγοράς εργασίας και υποταγμένη στις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς.
Η χρυσή τομή βρίσκεται κάπου στη μέση
Είναι γνωστό ότι η παιδεία, η εκπαίδευση είχε πάντοτε σχέση με την αγορά εργασίας. Αν δε γινόταν αυτό αν δηλαδή δεν έδινε στον άνθρωπο εφόδια για τη ζωή και δε συνδεόταν με την εργασία τότε ένα πολύ μικρό ποσοστό ανθρώπων θα είχε την παιδεία που έχει σήμερα ο σύγχρονος άνθρωπος.
Υπενθυμίζεται ότι με τον όρο εκπαίδευση εννοούμε όλες εκείνες τις δραστηριότητες, που έχουν ως σκοπό να βοηθήσουν τα νεαρά κυρίως άτομα να αποκτήσουν ένα σύνολο διανοητικών ή και χειρωνακτικών ικανοτήτων και να διαμορφώσουν ένα σύνολο ηθικών αξιών. Μπορούμε να εντάξουμε στο δυναμικό και πολυδιάστατο ρόλο της εκπαίδευσης τη διαμόρφωση συγκροτημένης προσωπικότητας, δημοκρατικής συνείδησης, την κοινωνική ένταξη, την κατοχύρωση ρόλου ενεργού πολίτη και την εξασφάλιση των απαραίτητων εφοδίων προκειμένου να μπορεί κανείς να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Στην εκπαίδευση επομένως μπορούμε να αποδώσουμε διαστάσεις ανθρωπιστικές , πολιτιστικές , κοινωνικές και οικονομικές.
Κατά την οικονομική της διάσταση, η εκπαίδευση προετοιμάζει τους ανθρώπους για την επαγγελματική τους ζωή και τους βοηθά να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση.
Η εκπαίδευση ως μέσο στήριξης οικονομικών και κοινωνικών στόχων εντοπίζεται από πολύ παλιά (Αίγυπτος, Κίνα , Ινδία , Ελλάδα). Η αντίληψη, εξ΄ άλλου ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην εκπαίδευση όλων των μορφών ( γενική και επαγγελματική ) και την οικονομία, είναι επίσης πολύ παλιά. Στη σημερινή κοινωνία όπου οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές είναι πολλές και μεγάλες, ο ρόλος της εκπαίδευσης, με όλες τις εκφάνσεις της, οφείλει να είναι κυρίαρχος. Για να είναι κυρίαρχος θα πρέπει να είναι εκπαίδευση υψηλής ποιότητας πράγμα που σημαίνει ότι θα αντλεί σημαντικά κονδύλια από μια ανθηρή οικονομία η οποία με τη σειρά της απαιτεί από την εκπαίδευση παροχή εξειδικευμένων στελεχών με ειδικές γνώσεις δηλ. σύστημα Γενικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου.
Έτσι, η οικονομική ανάπτυξη και η αγορά εργασίας, είναι στενά συνδεδεμένες με την εκπαίδευση, γι΄ αυτό και το εκπαιδευτικό σύστημα κατέχει εξέχουσα θέση στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής κάθε χώρας.
Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι τα σημερινά εκπαιδευτικά συστήματα πρέπει να περιέχουν γενική-ανθρωπιστική μόρφωση αλλά να μην είναι ξεκομμένα από τις κοινωνικές, οικονομικές και ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.
Μύθος 3ος : Οι άνθρωποι γεννιούνται χειρώνακτες ή διανοούμενοι.
Ολόκληρη η δυτική κοινωνιολογία της παιδείας, με έρευνες μακρόχρονες και γενικά αποδεκτές, που δημοσιεύει η Ουνέσκο και ο ΟΟΣΑ, έχει αποδείξει πως οι άνθρωποι καθόλου δε χωρίζονται σε «φυσικά» ικανούς και «φυσικά» ανίκανους. Οι άνθρωποι απλώς γεννιούνται σε οικογένειες οικονομικά και μορφωτικά στερημένες και δε σπουδάζουν, και σε οικογένειες που ανήκουν σε οικονομικά και μορφωτικά προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και επιδεικνύουν όχι μόνο ικανότητες, αλλά και επιθυμία για μακρόχρονες σπουδές και κλίση προς τα γράμματα. Οι αποκλίσεις από τον κανόνα αυτόν ανέρχονται διεθνώς σε ποσοστά στατιστικά ασήμαντα.
Σε όλες τις χώρες τα παιδιά των φτωχών αγροτών και εργατών «δεν παίρνουν τα γράμματα» και των πλούσιων και μορφωμένων «γεννιούνται ευφυή». Αυτό, βέβαια, δεν είναι ούτε φυσικό ούτε θέσφατο. Το σχολείο αναπαράγει, δεν παράγει, την κοινωνική αδικία και τούτο διότι το σχολείο, το εκπαιδευτικό σύστημα ακολουθεί τις κοινωνικές εξελίξεις, δεν προηγείται από αυτές.
Με γνώμονα τον περιορισμό της κοινωνικής αδικίας στο σχολείο διεθνείς οργανισμοί και κυβερνήσεις έχουν παρέμβει και έχουν βελτιώσει τα εκπαιδευτικά συστήματα διαφόρων χωρών κυρίως σε ότι αφορά τον περιορισμό της παραπαιδείας, τις παρεχόμενες δαπάνες για την παιδεία, τον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών, τη συνέχεια σπουδών μεταξύ των εκπαιδευτικών βαθμίδων, τη σύνδεση με την αγορά εργασίας, την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων κλπ. Στην Ελλάδα οι παρεμβάσεις στον εκπαιδευτικό χώρο πρέπει να είναι συνεχείς και αποτελεσματικές διότι υπάρχει ποιοτικό χάσμα μεταξύ του εκπαιδευτικού μας συστήματος και εκείνων των ανεπτυγμένων χωρών της Ε.Ε.
Μύθος 4ος: Είναι κοινή η πεποίθηση ότι η γενική εκπαίδευση οδηγεί στην ανθρωπιστική μόρφωση και η τεχνική επαγγελματική στην αγορά εργασίας.
Η πεποίθηση αυτή είναι λανθασμένη διότι είναι νομοτελειακά γνωστό ότι και οι δύο μορφές της εκπαίδευσης οδηγούν στην αγορά εργασίας. Από το πανεπιστήμιο θα πηγαίνουν 4 χρόνια αργότερα και όπως λέγανε παλιά με άσπρα και όχι με μπλε κολάρα. Η ανθρωπιστική μόρφωση επιτυγχάνεται με τη συμπλήρωση δύο κατευθύνσεων: τη μόρφωση και τη δουλειά.
Δε μπορείς να είσαι ανθρωπιστής όταν ασχολείσαι μόνο με τη μόρφωση και όχι με τη δουλειά. Ανθρωπισμός υπάρχει και στους χώρους του ακαδημαϊσμού και στους χώρους του επαγγελματισμού.
Μύθος 5ος: Στην Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση πηγαίνουν παιδιά φτωχών οικογενειών, που δεν «παίρνουν» τα γράμματα και είναι μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας.
Είναι μύθος ότι τα παιδιά αυτά είναι μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας. Η αλήθεια είναι ότι την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση ακολουθούν παιδιά που έχουν ιδιαίτερη, εκ φύσεως, κλίση σε μια τέχνη ή σε κάποιο επάγγελμα που τους ταιριάζει, γενικά αποδίδουν στην εφαρμοσμένη γνώση και όχι στη θεωρητική γνώση.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι αρκετοί μαθητές της ΤΕΕ εμφανίζονται ως πολύ καλοί, ιδιαίτερα στα μαθήματα ειδικότητας, παρότι στο γυμνάσιο παρουσίαζαν χαμηλές επιδόσεις.
Είναι αλήθεια ότι την ΤΕΕ ακολουθούν κυρίως τα παιδιά φτωχών οικογενειών ή όπως θα λέγαμε αλλιώς τα «παιδιά του λαού».
Μύθος 6ος: Η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, ως εκπαίδευση Β΄ κατηγορίας, αναπαράγει την ταξικότητα και την κοινωνική αδικία και πρέπει να καταργηθεί από το σχολικό δίκτυο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Στην Ελλάδα ανέκαθεν το τεχνικό σχολείο αποτελούσε σχολείο-καταφύγιο για τα παιδιά των ασθενέστερων οικονομικά κοινωνικών τάξεων, ένα σχολείο που απευθύνεται στους αποτυχημένους του «κανονικού» σχολείου που είναι το γενικό. Το σχολείο αυτό θα έπρεπε, φυσιολογικά, να είχε την υποστήριξη των πολιτικών εκείνων δυνάμεων που εξ΄ ορισμού υπηρετούν τα συμφέροντα των κατώτερων κοινωνικοοικονομικά τάξεων διότι οι μαθητές της ΤΕΕ αποτελούνται κυρίως από «παιδιά του λαού». Στην πράξη όμως οι μεγαλύτεροι διώκτες του τεχνικού επαγγελματικού σχολείου αποδεικνύονται οι πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς.
Οι διανοούμενοι της αριστεράς, περνώντας μέσα από το φίλτρο της δικής τους ορολογίας και ιδεολογίας την αστική διεκδίκηση για το δικαίωμα όλων στη μόρφωση, διαδίδουν τη λαϊκίστικη θεωρία σύμφωνα με την οποία η γνώση είναι όπλο, που η κατοχή του μπορεί να κλονίσει κατεστημένες ισορροπίες και γι' αυτό οι ισχυροί το κρατούν μόνο για τα δικά τους παιδιά. Με άλλα λόγια θεωρούν ότι το τεχνικό σχολείο δεν παρέχει γενική εκπαίδευση-μόρφωση, αλλά μόνο κατάρτιση και οι απόφοιτοι αυτού του σχολείου έχοντας λειψή εκπαίδευση-μόρφωση θα είναι εύκολη λεία για εκμετάλλευση από την εργοδοσία και τους ισχυρούς.
Ταυτόχρονα παγιδεύονται και ισχυροποιούν το μύθο του αξιοκρατικού- αναβαθμισμένου σχολείου (που είναι το γενικό) διεκδικώντας μια άλλη κοινωνική αναπαραγωγή μέσα από αυτό. Κατά περίεργο τρόπο φαίνεται να αγνοούν ότι στην κοινωνική αναπαραγωγή ή εκπαίδευση παίζει ένα σπουδαίο ρόλο, ο οποίος είναι πάντα δευτερεύων σε σχέση με τη διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών ρόλων και λειτουργιών πού συγκροτούν τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Η διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών λειτουργιών και θέσεων αποτελεί την κύρια πλευρά της αναπαραγωγής. Η εκπαίδευση συμβάλλει αποφασιστικά στη διευρυμένη αναπαραγωγή των ατόμων, των φορέων πού θα καταλάβουν τις προϋπάρχουσες, ταξικά προσδιορισμένες κοινωνικές θέσεις και λειτουργίες.
Το επαγγελματικό σχολείο παρέχει και την απαραίτητη γενική εκπαίδευση που χρειάζεται ο σημερινός πολίτης, η οποία είναι συστατικό της στοιχείο το οποίο την διαφοροποιεί από την επαγγελματική κατάρτιση. Οι απόφοιτοι της ΤΕΕ επειδή κατέχουν τις ειδικές γνώσεις και δεξιότητες που απαιτούνται για την εργασία, βρίσκουν πολύ πιο εύκολα δουλειά και βέβαια δεν πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης. Η εξειδικευμένη γνώση και δεξιότητα, λοιπόν, που είναι δύναμη για την αγορά εργασίας και το βιοπορισμό, δίνεται στο επαγγελματικό σχολείο το οποίο προστατεύει τα «παιδιά του λαού» που έχουν ανάγκη να εργασθούν, σε αντίθεση με τα παιδιά των εύπορων οικογενειών τα οποία και αν δεν εργαστούν δεν πρόκειται να πεινάσουν.
Αντίθετα οι απόφοιτοι του γενικού λυκείου διαθέτουν μόρφωση - εκπαίδευση αλλά επειδή δεν έχουν τις ειδικές επαγγελματικές γνώσεις, που απαιτούνται για τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, εύκολα κινδυνεύουν να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης από την εργοδοσία και τους ισχυρούς, που ενδιαφέρονται για ειδικευμένη επαγγελματική γνώση, και να μετατραπούν σε εργαζόμενους για «όλες τις δουλειές» αντί πινακίου φακής.
Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι η τεχνική εκπαίδευση δεν αναπαράγει την κοινωνική αδικία και ταξικότητα ο συνεχής αρνητισμός βλάπτει το ευαίσθητο κομμάτι της εκπαίδευσης, στην οποία ούτως ή άλλως σπουδάζουν τα παιδιά φτωχών οικογενειών και ότι η αριστερά δεν προσφέρει θετικό έργο όσο κυριαρχεί στους κόλπους της η παραδοσιακή αυτή αντίληψη.
Μύθος 7ος: Οι κατέχοντες πανεπιστημιακούς τίτλους αποκαθίστανται επαγγελματικά ευκολότερα από εκείνους που δεν τους διαθέτουν.
Φαίνεται ότι τούτο είναι κανόνας και ισχύει πάντοτε αλλά δεν είναι. Η αγορά εργασίας έχει τους δικούς της κανόνες οι οποίοι έχουν κυρίαρχο γνώρισμα την προσφορά και τη ζήτηση. Γενικά τα αυξημένα εκπαιδευτικά προσόντα (πανεπιστημιακοί τίτλοι) βοηθούν πολλές φορές εφόσον αυτά είναι συμβατά με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Η αγορά εργασίας και η σύγχρονη τεχνολογία διαχωρίζουν τα στελέχη της οικονομίας σε ανώτερα (ειδικευμένοι επιστήμονες), μεσαία (ειδικευμένο εργατοτεχνικό δυναμικό) και κατώτερα (ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό).
Στην Ελλάδα έχουμε πολλούς πτυχιούχους πανεπιστημιακών ιδρυμάτων θεωρητικών κυρίως κατευθύνσεων και με ασύμβατα προσόντα με την αγορά εργασίας. Οι πολλοί πτυχιούχοι πανεπιστημίων προκύπτουν από το ελληνικό φαινόμενο ότι όλες σχεδόν οι οικογένειες επιθυμούν τα παιδιά τους να τελειώσουν πανεπιστήμιο, προσδοκώντας σε διορισμό δημοσίου, και ότι συχνά τα πανεπιστημιακά προσόντα είναι ασύμβατα με την αγορά εργασίας.
Σε ότι αφορά τα μεσαία στελέχη (ειδικευμένοι τεχνίτες κλπ.) η έλλειψη είναι προφανής, αφού οι νέοι μας δεν προτιμούν την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.
Το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό έχει τις λιγότερες πιθανότητες για επαγγελματική αποκατάσταση διότι όλες σχεδόν οι εργασίες απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και δεξιότητα και σύντομα όλες οι εργασίες θα απαιτούν κάποιο τίτλο.
Το κομφούζιο επιτείνεται διότι δεν υπάρχει κανένας στοιχειώδης σχεδιασμός σε ότι αφορά τις ανάγκες που προκύπτουν από τη διάκριση αυτή. Για παράδειγμα ας υποθέσουμε ότι ένας μηχανικός χρειάζεται πέντε τεχνίτες και ένας γιατρός πέντε νοσηλεύτριες. Εάν το εκπαιδευτικό σύστημα παράγει πέντε μηχανικούς και ένα τεχνίτη και αντίστοιχα μια νοσηλεύτρια και πέντε γιατρούς τότε είναι προφανές ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην επαγγελματική αποκατάσταση των πτυχιούχων των πανεπιστημιακών σχολών. Το παράδειγμα αυτό δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα στη χώρα μας.
Μύθος 8ος: Είναι καλύτερα οι νέοι μας να τελειώνουν το γενικό Λύκειο και έχοντας στέρεη Γεν. Παιδεία να καταρτίζονται επαγγελματικά στα ΙΕΚ ή οπουδήποτε παρέχεται εξειδίκευση-κατάρτιση. Προσαρμόζονται πιο καλά.
Η αλήθεια είναι και εδώ διαφορετική διότι:
α) Η επαγγελματική κατάρτιση (ΙΕΚ) εδράζεται πάνω στην επαγγελματική εκπαίδευση και αποτελεί συνέχεια της. Η επαγγελματική κατάρτιση στηρίζεται πάνω σε μια τεχνολογική υποδομή που προσφέρεται στην επαγγελματική εκπαίδευση και οδηγεί σε ταχύρυθμες εξειδικεύσεις που μεταβάλλονται με τις εξελίξεις. Συνεπώς η προσαρμογή στην Επαγγελματική Κατάρτιση γίνεται πολύ πιο καλά μέσω της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και όχι απευθείας από τη γενική εκπαίδευση.
β) Οι δεξιότητες αποκτώνται πολύ πιο εύκολα σε ηλικίες 15 έως 18 ετών και νωρίτερα.
γ) Οι νέοι σφυρηλατούν έντονα την προσωπικότητά τους στην εφηβική ηλικία και είναι δύσκολο σε κάποιον που αισθάνεται απόφοιτος Λυκείου-υποψήφιος για το Πανεπιστήμιο να «γυρίσει πίσω» για να μάθει πράγματα που άλλοι έχουν μάθει νωρίτερα ακολουθώντας την Επαγγελματική Εκπαίδευση. Ο προσανατολισμός ενός μαθητή (απόφοιτου γενικού λυκείου) προς την επαγγελματική κατάρτιση είναι πάντοτε προσανατολισμός αρνητικός, διαπίστωση της ανικανότητας του εισαχθεί στα πανεπιστήμια.
Μύθος 9ος: Εάν στη χώρα μας εφαρμοστεί 12χρονη υποχρεωτική δημόσια γενική εκπαίδευση θα ανέβει το επίπεδο του λαού μας και θα φτάσουμε τις άλλες προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Εδώ υπάρχει μύθος και ουτοπία μαζί. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η εκπαίδευση σαν κοινωνικό αγαθό πρέπει να παρέχεται σε όλους τους πολίτες μιας χώρας και για να είναι σε θέση αυτοί να απολαμβάνουν το προσφερόμενο αγαθό την Παιδεία θα πρέπει να έχουν προϋπάρξει οι κατάλληλες συνθήκες. Στην περίπτωση που δε συμβαίνει αυτό η δια νόμου υποχρεωτικότητα της εκπαίδευσης έχει περιορισμένα αποτελέσματα. Στη χώρα μας για παράδειγμα ενώ η εννεαετής υποχρεωτική για 30 χρόνια και πλέον εν τούτοις ένα ποσοστό περίπου 10% αποφοίτων του δημοτικού δεν τελειώνει και το γυμνάσιο.
Όσον αφορά την 12ετή υποχρεωτική εκπαίδευση στα άλλα εκπαιδευτικά συστήματα της Ε.Ε. σε τρία μόνο κράτη τη Γερμανία το Βέλγιο και τη Ολλανδία υπάρχει 12ετής υποχρεωτική εκπαίδευση αλλά τα ποσοστά της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης σε σχέση με τη Γενική είναι πολύ μεγαλύτερα από τα δικά μας. Η προσφερόμενη αμιγής γενική εκπαίδευση, χωρίς την παράλληλη λειτουργία της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι σαφώς μειονέκτημα, διότι δίνει λιγότερες ευκαιρίες στους νέους να καλλιεργήσουν τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους και ταυτόχρονα να αποκτήσουν περισσότερα βιοποριστικά εφόδια.
Μύθος 10ος : Στα αναπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη οι περισσότεροι μαθητές παρακολουθούν γενική εκπαίδευση στην λυκειακή βαθμίδα.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Στα περισσότερα αναπτυγμένα κράτη της Ε.Ε. οι περισσότεροι μαθητές παρακολουθούν την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση και όχι τη γενική. Κράτη όπως η Γερμανία, η Αγγλία, η Γαλλία, η Φιλανδία, η Ολλανδία, Βέλγιο κ.α. έχουν μεγάλα ποσοστά μαθητών στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση. Η Φινλανδία που θεωρείται ότι διαθέτει το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα της Ευρώπης και ένα από τα καλύτερα σε παγκόσμιο επίπεδο οι μαθητές στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρακολουθούν κατά 55,3% επαγγελματική και κατά 44,7% στη γενική εκπαίδευση. Τα επίπεδα αυτά έχουν παγιοποιηθεί και δεν άλλαξαν ουσιαστικά με τη διεύρυνση της Ε.Ε. από 15 σε 27 μέλη. Το μεγαλύτερο ποσοστό μαθητών στην ΤΕΕ κατέχει η Τσεχία με 80,2%. Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στο βιβλίο της ευρωπαϊκής επιτροπής key data on education 2002.
Βιβλιογραφία - αναφορές:
1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Άννα Φραγκουδάκη, Εκδόσεις Παπαζήση 1985
2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ David Blackledge, Barry Hunt
Εκδόσεις έκφραση 1995
3. Ο.Η.Ε. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, άρθρο 26, 10/2/1948
4. ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ UNESCO Ευφροσύνη Μπαλάσσα-Φλέγκα
University studio press 2009
5. UNESCO 50 ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΥΠΕΠΘ, ΟΕΕΚ 1998
6. ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ: ΔΟΜΕΣ,
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ EURYDICE 1997
7. ΟΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΣΤΟΙΧΟΙ ΤΩN ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ Έκδοση Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων COM 59 τελικό Βρυξέλλες 2001